κοινών — κοινών, ῶνος και δωρ. τ. κοινάν, ᾱνος (Α) 1. κοινωνός* 2. μέλος συνδικάτου που εισέπραττε έγγειους φόρους, δημοσιώνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινεών] … Dictionary of Greek
κοινῶν — κοινός common fem gen pl κοινός common masc/neut gen pl κοινός common masc/fem/neut gen pl κοινόω communicate pres part act masc voc sg (doric) κοινόω communicate pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) κοινόω communicate pres part act masc nom … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοίνων — Κοῖνος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινᾶνι — κοινών partners masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινῶνας — κοινών partners masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινῶνες — κοινών partners masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινώνων — κοινών partners masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με … Dictionary of Greek
σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… … Dictionary of Greek
σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek